- ὀρροπυγόστικτος
- ὀρροπῡγόστικτος, ον,A having a spotted tail, Arist.Fr.298.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
ὀρροπυγόστικτοι — ὀρροπυγόστικτος having a spotted tail masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)